- συμπλανώμαι
- -άομαι, Α [πλανῶ, -ῶμαι]1. περιπλανώμαι μαζί με άλλον2. μτφ. πέφτω θύμα πλάνης συγχρόνως, πλανώμαι μαζί με άλλον («μή θ' οἱ φιλομαθοῡντες περὶ τούτων ἀστοχῶσι, συμπλανώμενοι ταῑς ἀγνοίαις καὶ φιλοτιμίαις τῶν συγγραφέων», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.